- Βώλων
- Βῶλοςlumpmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βώλων — βώ̱λων , βῶλος lump fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρόβωλο — το συνήθως στον πληθ. τα αδρόβωλα τα υπολείμματα αδρών βώλων μετά το κοσκίνισμα οσπρίων ή σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. ἁδρόβωλος < ἁδρός + βῶλος. ΠΑΡ. αδροβολίζω] … Dictionary of Greek
βωλογύρισμα — το [βωλογυρίζω] το αναποδογύρισμα και η διάλυση των βώλων του αγρού με το βαθύ σκάψιμο … Dictionary of Greek
βωλοκόπημα — το η διάλυση των βώλων του χώματος στο οργωμένο χωράφι … Dictionary of Greek
μικρόβωλος — μικρόβωλος, ον (Α) αυτός που υπάρχει υπὸ μορφή μικρών βώλων («μικρόβωλος σμύρνα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + βωλος (< βῶλος), πρβλ. καλλί βωλος, χρυσό βωλος] … Dictionary of Greek
σαρμάς — ο, Ν 1. είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας και ρύζι ή από σκέτο ρύζι, περιτυλιγμένο, σε σχήμα βώλων, με κληματόφυλλα ή λαχανόφυλλα, αλλ. ντολμάς 2. είδος εμπροσθογεμούς πυροβόλου που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση τού 1821. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… … Dictionary of Greek